ολκωτός

ολκωτός
-ή, -ό
1. αυτός που έχει ολκό
2. αυτός που κινείται πάνω σε ολκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολκός, μέσω αμάρτυρου ρήματος *ολκόω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”